ἄδηλα — ἄδηλος unseen neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄδηλ' — ἄδηλα , ἄδηλος unseen neut nom/voc/acc pl ἄδηλε , ἄδηλος unseen masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άδηλος — η, ο (Α ἄδηλος ον) 1. ο μη δήλος, μη φανερός, άγνωστος, ασαφής, αβέβαιος 2. ο αγνώστου προελεύσεως, ανεξιχνίαστος, μυστηριώδης, κρυφός, μυστικός 3. (φρ. «άδηλα και κρύφια», για πράγματα άγνωστα και μυστηριώδη (η φρ. από την ΠΔ Ψαλμ. 50, 8) αρχ. 1 … Dictionary of Greek
не˫авленыи — (45) пр. 1.Неизвестный, невыявленный: нъ и отъ невѣрьнааго мѹжа …отълѹчитисѧ не повелѣно ѥсть. женѣ. нъ жьдати не˫авлѥнааго ради съключени˫а. чьто бо вѣси жено. аще мѹже [так!] сп҃сеши (διὰ τὸ ἄδηλον) ΚΕ XII, 183б; Аще кто и ѿ свободны родить(с)… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
κεκαλυμμένως — (Α) επίρρ. κρυφά, άδηλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεκαλυμμένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού καλύπτω] … Dictionary of Greek
κρυφιογνώστης — κρυφιογνώστης, ὁ (Α) αυτός που γνωρίζει τα απόκρυφα, τα άδηλα, τα μυστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρύφιος + γνώστης (< γιγνώσκω), πρβλ. αρχαιο γνώστης, παντο γνώστης] … Dictionary of Greek
παρυφίστημι — ΜΑ [υφίστημι] 1. τοποθετώ κάτι δίπλα σε κάτι άλλο ή σε αντιδιαστολή με κάτι άλλο (τῆ γὰρ ἀληθείᾳ παρυφίστησιν ἀεὶ τὴν ἀπάτην ὁ διάβολος, Ιω. Χρ.) 2. μέσ. παρυφίσταμαι υπάρχω εξαρτημένος από κάτι άλλο («τὰ παρυφιστάμενα τοῑς φαινομένοις ἄδηλα»,… … Dictionary of Greek
αδηλοβράγχια — Ονομασία γένους μαλακίων που ανήκει στα γαστερόποδα. Τα βράγχιά τους είναι κρυμμένα, δηλαδή άδηλα, γεγονός από το οποίο προέρχεται και η ονομασία τους. Τα α. είναι ατελέστατοι οργανισμοί … Dictionary of Greek