άδηλα

άδηλα
(adela). Ονομασία γένους λεπιδοπτέρων εντόμων της οικογένειας των τινεϊδών. Το μήκος του σώματός τους φτάνει τα 12 έως 15 χιλιοστά. Έχουν χαρακτηριστικές μακριές κεραίες και μεταλλικό χρώμα. Οι προνύμφες τους προσβάλλουν τα υφάσματα που κατασκευάζονται από ζωικά παράγωγα (μαλλί, δέρμα, γούνα κλπ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἄδηλα — ἄδηλος unseen neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄδηλ' — ἄδηλα , ἄδηλος unseen neut nom/voc/acc pl ἄδηλε , ἄδηλος unseen masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άδηλος — η, ο (Α ἄδηλος ον) 1. ο μη δήλος, μη φανερός, άγνωστος, ασαφής, αβέβαιος 2. ο αγνώστου προελεύσεως, ανεξιχνίαστος, μυστηριώδης, κρυφός, μυστικός 3. (φρ. «άδηλα και κρύφια», για πράγματα άγνωστα και μυστηριώδη (η φρ. από την ΠΔ Ψαλμ. 50, 8) αρχ. 1 …   Dictionary of Greek

  • не˫авленыи — (45) пр. 1.Неизвестный, невыявленный: нъ и отъ невѣрьнааго мѹжа …отълѹчитисѧ не повелѣно ѥсть. женѣ. нъ жьдати не˫авлѥнааго ради съключени˫а. чьто бо вѣси жено. аще мѹже [так!] сп҃сеши (διὰ τὸ ἄδηλον) ΚΕ XII, 183б; Аще кто и ѿ свободны родить(с)… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • κεκαλυμμένως — (Α) επίρρ. κρυφά, άδηλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεκαλυμμένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού καλύπτω] …   Dictionary of Greek

  • κρυφιογνώστης — κρυφιογνώστης, ὁ (Α) αυτός που γνωρίζει τα απόκρυφα, τα άδηλα, τα μυστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρύφιος + γνώστης (< γιγνώσκω), πρβλ. αρχαιο γνώστης, παντο γνώστης] …   Dictionary of Greek

  • παρυφίστημι — ΜΑ [υφίστημι] 1. τοποθετώ κάτι δίπλα σε κάτι άλλο ή σε αντιδιαστολή με κάτι άλλο (τῆ γὰρ ἀληθείᾳ παρυφίστησιν ἀεὶ τὴν ἀπάτην ὁ διάβολος, Ιω. Χρ.) 2. μέσ. παρυφίσταμαι υπάρχω εξαρτημένος από κάτι άλλο («τὰ παρυφιστάμενα τοῑς φαινομένοις ἄδηλα»,… …   Dictionary of Greek

  • αδηλοβράγχια — Ονομασία γένους μαλακίων που ανήκει στα γαστερόποδα. Τα βράγχιά τους είναι κρυμμένα, δηλαδή άδηλα, γεγονός από το οποίο προέρχεται και η ονομασία τους. Τα α. είναι ατελέστατοι οργανισμοί …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”